Greek Meaning of crackdown

καταστολή

Other Greek words related to καταστολή

Definitions and Meaning of crackdown in English

Wordnet

crackdown (n)

severely repressive actions

FAQs About the word crackdown

καταστολή

severely repressive actions

σβήνω,καταπιέζω,καταπιέζω,(καταστολή),κάθισμα,μεζούρα,σβήνω,ξεπερνώ,βάλω κάτω,σβήνω

βοήθεια,Βοήθεια,Επιστροφή‌,βοήθεια,στηρίζω,υποστήριξη,υποκινώ,πρόοδος,ενθαρρύνω,μπροστά

crackbrained => τρελός, crackaloo => Κρακαλού, crackajack => κράκατζακ, crack willow => Ιτέα, crack up => σπάω,