Greek Meaning of prop up
στηρίζω
Other Greek words related to στηρίζω
- βαλκ
- μπάρα
- μπλοκ
- περιορίζω
- καλάθι δώρων
- εμποδίζω
- απέχω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- παρεμβαίνω
- απογοητεύω
- εμποδίζω
- αντιτίθεμαι
- Αναχαιτίζω
- Ματαιώνω
- μπερδεύω
- Έρημος
- απογοητεύω
- αποθαρρύνω
- Φύλλο
- απογοητεύω
- αναπηρία
- πόνος
- Ενόχληση
- σαμποτάζ
- Στραγγαλίζω
- ζημιά
- Αποθαρρύνω
- βλάβη
- τραυματίζω
- καταπιέζω
- Καθυστερημένος
- πνίγω
- ακροβατικό
Nearest Words of prop up
Definitions and Meaning of prop up in English
prop up (v)
support by placing against something solid or rigid
FAQs About the word prop up
στηρίζω
support by placing against something solid or rigid
μαξιλάρι,μεταφέρω,στηρίζω (μέχρι),μένω,υποστήριξη,Διατηρώ,αρκούδα,σιδεράκια,αντηρίδα,υποστηρίζω
βαλκ,μπάρα,μπλοκ,περιορίζω,καλάθι δώρων,εμποδίζω,απέχω,εμποδίζω,αναστέλλω,παρεμβαίνω
prop root => Αποφυάδες ρίζες, prop => στήριγμα, proofreader => διορθωτής, proofread => διόρθωση, proofed => διορθωμένο,