Greek Meaning of prop up

στηρίζω

Other Greek words related to στηρίζω

Definitions and Meaning of prop up in English

Wordnet

prop up (v)

support by placing against something solid or rigid

FAQs About the word prop up

στηρίζω

support by placing against something solid or rigid

μαξιλάρι,μεταφέρω,στηρίζω (μέχρι),μένω,υποστήριξη,Διατηρώ,αρκούδα,σιδεράκια,αντηρίδα,υποστηρίζω

βαλκ,μπάρα,μπλοκ,περιορίζω,καλάθι δώρων,εμποδίζω,απέχω,εμποδίζω,αναστέλλω,παρεμβαίνω

prop root => Αποφυάδες ρίζες, prop => στήριγμα, proofreader => διορθωτής, proofread => διόρθωση, proofed => διορθωμένο,