Greek Meaning of propagandistic

προπαγανδιστικός

Other Greek words related to προπαγανδιστικός

Definitions and Meaning of propagandistic in English

Wordnet

propagandistic (a)

of or relating to or characterized by propaganda

FAQs About the word propagandistic

προπαγανδιστικός

of or relating to or characterized by propaganda

διαφήμιση,διαφήμιση,διαφημίσεις,Εκστρατεία,διαφήμιση,ανακοίνωση,θόρυβος,Φυλλάδιο,Συγκέντρωση,δελτίο

No antonyms found.

propagandist => προπαγανδιστής, propagandise => προπαγάνδα, propaganda => προπαγάνδα, propaedeutics => προπαιδευτικός, propaedeutic => Προπαιδευτικός,