FAQs About the word cracker-barrel

Βαρέλι με κρακεράκια

characteristic of country life

καθομιλουμένη γλώσσα,οικείος,λαϊκός,χειροποίητος,ανεπίσημος,γνώριμος,ανεπίσημος,μετριόφρων,συνομιλίας,δίπλα στο τζάκι

πληγμένος,μεγαλοπρεπής,υψηλοπετών,επιδεικτικός,πομπώδης,επιτηδευμένος,φανταχτερός

cracker state => Πολιτεία μπισκότων, cracker crumbs => Ψίχουλα κρακεράκια, cracker bonbon => Κροτίδα γλυκό, cracker => κράκερ, cracked-wheat bread => Σπασμένο ψωμί σίτου,