Greek Meaning of honoree

τιμώμενο πρόσωπο

Other Greek words related to τιμώμενο πρόσωπο

Definitions and Meaning of honoree in English

Wordnet

honoree (n)

a recipient of honors in recognition of noteworthy accomplishments

FAQs About the word honoree

τιμώμενο πρόσωπο

a recipient of honors in recognition of noteworthy accomplishments

βραβευθείς,μυημένος,ο κάτοχος,αξιωματούχος,Σχολική διαρροή

υποψήφιος,υποψήφιος,υποψήφιος,Αντίπαλος,καταχώριση,έγκυος,αγαπημένος,ελπιδοφόρος,προοπτική,ακτιβιστής

honored => τιμώμενος, honore daumier => Ονορέ Ντωμιέ, honore balzac => Ονορέ ντε Μπαλζάκ, honorary society => Τιμητική εταιρεία, honorary degree => επίτιμος διδακτορικός τίτλος,