FAQs About the word crownless

αστεφάνωτος

not (especially not yet) provided with a crown

κομπολόι,στεφανιαίος,Συνταγματάρχης,Στέμμα,διάδημα,γιρλάντα,δάφνη,τιάρα

βάση,Πάτος,πόδι,ελάχιστος,ναδίρ,βυθός,Άβυσσος

crownland => Δημόσια γη, crowning => στέψη, crowned head => Στεφανωμένο κεφάλι, crowned => στέφθηκε, crown-beard => στέμμα της γενειάδας,