Greek Meaning of crownless
αστεφάνωτος
Other Greek words related to αστεφάνωτος
Nearest Words of crownless
Definitions and Meaning of crownless in English
crownless (a)
not (especially not yet) provided with a crown
FAQs About the word crownless
αστεφάνωτος
not (especially not yet) provided with a crown
κομπολόι,στεφανιαίος,Συνταγματάρχης,Στέμμα,διάδημα,γιρλάντα,δάφνη,τιάρα
βάση,Πάτος,πόδι,ελάχιστος,ναδίρ,βυθός,Άβυσσος
crownland => Δημόσια γη, crowning => στέψη, crowned head => Στεφανωμένο κεφάλι, crowned => στέφθηκε, crown-beard => στέμμα της γενειάδας,