Greek Meaning of coronet
Στέμμα
Other Greek words related to Στέμμα
Nearest Words of coronet
- coroner => ιατροδικαστής
- coronation => στέψη
- coronate => στέφω
- coronary-artery disease => Στεφανιαία νόσος
- coronary thrombosis => Στεφανιαία θρόμβωση
- coronary sinus => Στεφανιαίος κόλπος
- coronary occlusion => Στεφανιαία νόσος
- coronary insufficiency => Στεφανιαία ανεπάρκεια
- coronary heart disease => στεφανιαία νόσος
- coronary failure => στεφανιακή ανεπάρκεια
- coroneted => στεφανωμένος
- coronilla => Στέμμα
- coronilla varia => Coronilla varia
- coronion => στέμμα
- coronium => Δεν υπάρχει διαθέσιμη μετάφραση
- coronoid process => Κορώνοειδής απόφυση
- coronoid process of the mandible => Κορώνοειδής απόφυση της κάτω γνάθου
- coropuna => Κοροπούνα
- corot => Κορό
- corozo => κορρόζο
Definitions and Meaning of coronet in English
coronet (n)
a small crown; usually indicates a high rank but below that of sovereign
margin between the skin of the pastern and the horn of the hoof
FAQs About the word coronet
Στέμμα
a small crown; usually indicates a high rank but below that of sovereign, margin between the skin of the pastern and the horn of the hoof
στέμμα,διάδημα,γιρλάντα,κομπολόι,στεφανιαίος,Συνταγματάρχης,τιάρα,Αναπνοές,δάφνη
No antonyms found.
coroner => ιατροδικαστής, coronation => στέψη, coronate => στέφω, coronary-artery disease => Στεφανιαία νόσος, coronary thrombosis => Στεφανιαία θρόμβωση,