Greek Meaning of coronary heart disease
στεφανιαία νόσος
Other Greek words related to στεφανιαία νόσος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of coronary heart disease
- coronary failure => στεφανιακή ανεπάρκεια
- coronary cushion => Στεφανιαίο προσκέφαλο
- coronary care unit => Μονάδα εντατικής θεραπείας καρδιολογικών παθήσεων
- coronary bypass surgery => Στεφανιαία παράκαμψη
- coronary bypass => Εγχειρηση στεφανιαίου εκκενωτηρος
- coronary bone => στεφανιαίο οστούν
- coronary artery disease => Στεφανιαία νόσος
- coronary artery bypass graft => Εγχείρηση στεφανιαίας παράκαμψης
- coronary artery => στεφανιαία αρτηρία
- coronary => στεφανιαίος
- coronary insufficiency => Στεφανιαία ανεπάρκεια
- coronary occlusion => Στεφανιαία νόσος
- coronary sinus => Στεφανιαίος κόλπος
- coronary thrombosis => Στεφανιαία θρόμβωση
- coronary-artery disease => Στεφανιαία νόσος
- coronate => στέφω
- coronation => στέψη
- coroner => ιατροδικαστής
- coronet => Στέμμα
- coroneted => στεφανωμένος
Definitions and Meaning of coronary heart disease in English
coronary heart disease (n)
a heart disease due to an abnormality of the arteries that supply blood and oxygen to the heart
FAQs About the word coronary heart disease
στεφανιαία νόσος
a heart disease due to an abnormality of the arteries that supply blood and oxygen to the heart
No synonyms found.
No antonyms found.
coronary failure => στεφανιακή ανεπάρκεια, coronary cushion => Στεφανιαίο προσκέφαλο, coronary care unit => Μονάδα εντατικής θεραπείας καρδιολογικών παθήσεων, coronary bypass surgery => Στεφανιαία παράκαμψη, coronary bypass => Εγχειρηση στεφανιαίου εκκενωτηρος,