Greek Meaning of refiner
διυλιστήριο
Other Greek words related to διυλιστήριο
Nearest Words of refiner
Definitions and Meaning of refiner in English
refiner (n)
one whose work is to refine a specific thing
refiner (n.)
One who, or that which, refines.
FAQs About the word refiner
διυλιστήριο
one whose work is to refine a specific thingOne who, or that which, refines.
Διαυγήστρια,φίλτρο,Καθαριστής,αγνότητα,καθαριότητα
ρύπος,Μόλυνση,ακαθαρσία,Ρύπανση,κουκκίδα,νοθευτής,Κηλίδα,Σημάδι,βεβήλωση,βρωμιά
refinement => εκλέπτυνση, refined sugar => Ψημένη ζάχαρη, refined => εκλεπτυσμένος, refine => εκλεπτύνω, refind => εκλεπτύνω,