Greek Meaning of immaculateness
Άμωμος
Other Greek words related to Άμωμος
Nearest Words of immaculateness
- immaculately => άψογα
- immaculate conception of the virgin mary => Άμωμος Σύλληψις της Θεοτόκου
- immaculate conception => Άμωμος Σύλληψις
- immaculate => άμωμος
- imitatrix => μιμήτρια
- imitatress => μιμήτρια
- imitatorship => μίμηση
- imitator => Μιμητής
- imitative electronic deception => Μιμητική ηλεκτρονική απάτη
- imitative => μιμητικός
Definitions and Meaning of immaculateness in English
immaculateness (n)
the state of being spotlessly clean
FAQs About the word immaculateness
Άμωμος
the state of being spotlessly clean
καθαριότητα,αγνότητα,φίλτρο,διυλιστήριο
ρύπος,Μόλυνση,ακαθαρσία,Ρύπανση,νοθευτής,Κηλίδα,Σημάδι,βεβήλωση,βρωμιά,Λάσπη
immaculately => άψογα, immaculate conception of the virgin mary => Άμωμος Σύλληψις της Θεοτόκου, immaculate conception => Άμωμος Σύλληψις, immaculate => άμωμος, imitatrix => μιμήτρια,