FAQs About the word immaculateness

Άμωμος

the state of being spotlessly clean

καθαριότητα,αγνότητα,φίλτρο,διυλιστήριο

ρύπος,Μόλυνση,ακαθαρσία,Ρύπανση,νοθευτής,Κηλίδα,Σημάδι,βεβήλωση,βρωμιά,Λάσπη

immaculately => άψογα, immaculate conception of the virgin mary => Άμωμος Σύλληψις της Θεοτόκου, immaculate conception => Άμωμος Σύλληψις, immaculate => άμωμος, imitatrix => μιμήτρια,