Greek Meaning of subtile

Λεπτός

Other Greek words related to Λεπτός

Definitions and Meaning of subtile in English

subtile

cunning, crafty, sagacious, discerning, subtle, elusive

FAQs About the word subtile

Λεπτός

cunning, crafty, sagacious, discerning, subtle, elusive

επινοητικός,πονηρός,πονηρός,Δολερός,Παραπλανητικός,Ψευδής,ύπουλος,πονηρός,Παραπλανητικό,πανούργος

καθαρά,ειλικρινής,άμεσο,επεξηγηματικός,ειλικρινής,ειλικρινής,φωτιστικός,ανοιχτό,ειλικρινά,απλός

subterfuges => προφάσεις, subtenant => υπενοικιαστής, subteens => προέφηβοι, subteen => Προ-έφηβος, subsuming => συμπεριληπτικός,