Greek Meaning of subsuming
συμπεριληπτικός
Other Greek words related to συμπεριληπτικός
- φέροντας
- περιέχοντας
- ολοκληρωμένος
- συμπεριλαμβανομένων
- περιλαμβάνοντας
- κατανοητός
- συμπεριέλαβε
- Αγκαλιάζει
- συνεπάγοντας
- αρίθμηση
- παραδεχόμενοι
- Αφομοίωση
- αγκύρωση
- σύνθεση
- που αποτελείται (από)
- συγκροτούν
- ενσωματώνοντας
- σχηματίζοντας
- έχοντας
- κατοχή
- ενσωματώνοντας
- ολοκληρώνοντας
- κατέχων
- με κατοχή
- λήψη
- παραλαμβάνω
Nearest Words of subsuming
Definitions and Meaning of subsuming in English
subsuming
to include or place within something larger or more general, to include or place within something larger or more comprehensive
FAQs About the word subsuming
συμπεριληπτικός
to include or place within something larger or more general, to include or place within something larger or more comprehensive
φέροντας,περιέχοντας,ολοκληρωμένος,συμπεριλαμβανομένων,περιλαμβάνοντας,κατανοητός,συμπεριέλαβε,Αγκαλιάζει,συνεπάγοντας,αρίθμηση
αρνούμενος,εξαιρουμένων,φεύγοντας (έξω),παραλείποντας,αποκλείωντας,προληπτικός,απαγορευτικό,απαγόρευση,除非,εξαλείφοντας
subsumed => ενσωματωμένο, substrata => υποστρώματα, substitutive => υποκατάστατηυς, substitutes => αναπληρωματικοί, substituted => αντικαταστάθηκε,