Greek Meaning of substantiations

αποδείξεις

Other Greek words related to αποδείξεις

Definitions and Meaning of substantiations in English

substantiations

to establish by proof or evidence, to give substance or form to, to establish by proof or competent evidence

FAQs About the word substantiations

αποδείξεις

to establish by proof or evidence, to give substance or form to, to establish by proof or competent evidence

αποδεικτικά στοιχεία,αποδείξεις,διαθήκες,Μαρτυρίες,μαρτυρίες,βεβαιώσεις,επιβεβαιώσεις,επιβεβαιώσεις,τεκμηρίωση,έγγραφα

κατηγορίες,ισχυρισμοί,υποθέσεις,χρεώσεις,διαψεύσεις,αντικρούσεις,ανασκευές,εικασίες,εικασίες,οι προϋποθέσεις

substantiates => αποδεικνύω, substantiated => τεκμηριωμένος, substances => ουσίες, subspecieses => υποείδη, subspecialty => Υποειδίκευση,