Greek Meaning of limitedly

περιορισμένα

Other Greek words related to περιορισμένα

Definitions and Meaning of limitedly in English

Wordnet

limitedly (r)

in a limited manner

Webster

limitedly (adv.)

With limitation.

FAQs About the word limitedly

περιορισμένα

in a limited mannerWith limitation.

ορισμένος,ορισμένος,πεπερασμένος,περιορισμένος,περιγεγραμμένο,καθορισμένος,μετρημένος,στενός,συγκεκριμένος,οριοθετημένο

απεριόριστος,αναρίθμητοι,αδιάστατος,ατελείωτος,γενικός,αμέτρητος,αμετρήσιμος,Αόριστος,ανεκτίμητος,ανεξάντλητος

limited war => Περιορισμένος πόλεμος, limited review => Περιορισμένη αναθεώρηση, limited liability => περιορισμένη ευθύνη, limited edition => Περιορισμένη έκδοση, limited company => Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης,