Greek Meaning of limned

σκιαγραφημένο

Other Greek words related to σκιαγραφημένο

Definitions and Meaning of limned in English

Webster

limned (imp. & p. p.)

of Limn

FAQs About the word limned

σκιαγραφημένο

of Limn

απεικονίζεται,περιγράφεται,απεικονιζόμενος,χαρακτηρισμένο,ορισμένος,Οριοθετημένος,σχεδίασε,εικονογραφημένο,εικόνα,βαμμένο

έγχρωμος,Διαστρεβλωμένο,παραποιημένα,παραποιημένος,εσφαλμένα διατυπωμένο,Στριμμένο,στραβός,Διαστρεβλωμένο,εσφαλμένα χαρακτηρισμένος,διεστραμμένος

limn => σχεδιάζω, limmer => αστραφτερός, limitour => Οριοθέτης, limitlessness => απεριόριστοτητα, limitless => απεριόριστος,