FAQs About the word influent

Πρόσωπο με επιρροή

flowing inwardFlowing in., Exerting influence; influential.

παραπόταμος,Ευκατάστατοι,Κόλπος,Κλάδος,συνρρέουσες,τροφοδότης,πηγή,Νεκρό νερό,Ρέμα,ρέμα

εκροή,Διακλαδιωτός βραχίονας

influencive => επιρροή, influencing => επιδραστικός, influencer => επιδραστικός, influenced => επηρεασμένο, influence peddler => Μεσολαβητής επιρροής,