Greek Meaning of streamlet
ρυάκι
Other Greek words related to ρυάκι
- Ρέμα
- Ρέμα
- Κόλπος
- ρέμα
- καίω
- κανάλι
- αυλάκι
- ρυάκι
- Ρέμα
- Ρεύμα
- παραπόταμος
- Ευκατάστατοι
- Ρέμα
- ράμφος
- Μπιλάμπονγκ
- Μπορν
- Κλάδος
- κανάλι
- συνρρέουσες
- Φαράγγι
- διακοπή
- Διακλαδιωτός βραχίονας
- φρέσκος
- πλημμύρα
- Βράγχια
- Πρόσωπο με επιρροή
- μυλόρρευμα
- Αύλακος
- αγώνας
- τρέχω
- ρυάκι
- απορροή
- στρατός
- έλος
- λασπομαζώχτρα
- πλύσιμο
- υδατόδρομος
- Υδάτινη οδός
Nearest Words of streamlet
Definitions and Meaning of streamlet in English
streamlet (n)
a small stream
FAQs About the word streamlet
ρυάκι
a small stream
Ρέμα,Ρέμα,Κόλπος,ρέμα,καίω,κανάλι,αυλάκι,ρυάκι,Ρέμα,Ρεύμα
No antonyms found.
streaming => ροή, streamer fly => Μύγα streamer, streamer => Streamer, streambed => κοίτη, stream wheel => Τροχός ρεύματος,