Greek Meaning of millrace
μυλόρρευμα
Other Greek words related to μυλόρρευμα
Nearest Words of millrace
Definitions and Meaning of millrace in English
millrace (n)
a channel for the water current that turns a millwheel
FAQs About the word millrace
μυλόρρευμα
a channel for the water current that turns a millwheel
υδραγωγείο,κανάλι,σωλήνας,αυλάκι,Αύλακος,Ιππόδρομος,Πίστα αγώνων,υδατοφράκτης,Φράγματα,χείμαρρος
No antonyms found.
millpond => Λιμνοδεξαμενή μύλου, milliweber => Μιλιβέμπερ, milliwatt => χιλιοστό του Watt, millivoltmeter => Χιλιοβολτόμετρο, millivolt => Μιλιβόλτ,