Greek Meaning of aqueduct
υδραγωγείο
Other Greek words related to υδραγωγείο
Nearest Words of aqueduct
- aqueductus cerebri => Υδραγωγός των εγκεφαλικών κοιλιών
- aqueity => υγρασία
- aqueous => Υδατώδης
- aqueous humor => υδατοειδές υγρό
- aqueous humour => υδατοειδής χυμός
- aqueous solution => Υδατικό διάλυμα
- aqueousness => Υδατοχρώματα
- aquicultural => υδατοκαλλιεργητικός
- aquiculture => Υδατοκαλλιέργεια
- aquifer => υδροφόρος ορίζοντας
Definitions and Meaning of aqueduct in English
aqueduct (n)
a conduit that resembles a bridge but carries water over a valley
aqueduct (n.)
A conductor, conduit, or artificial channel for conveying water, especially one for supplying large cities with water.
A canal or passage; as, the aqueduct of Sylvius, a channel connecting the third and fourth ventricles of the brain.
FAQs About the word aqueduct
υδραγωγείο
a conduit that resembles a bridge but carries water over a valleyA conductor, conduit, or artificial channel for conveying water, especially one for supplying l
κανάλι,σωλήνας,αυλάκι,Ιππόδρομος,Πίστα αγώνων,Ποτάμι,υδατόδρομος,Υδάτινη οδός,κανάλι,μάθημα
No antonyms found.
aquavit => Ακουαβίτ, aquatinta => Ακουατίντα, aquatint => ακουατίντα, aquatile => υδάτινος, aquatics => υδρόβια αθλήματα,