Greek Meaning of freshet
πλημμύρα
Other Greek words related to πλημμύρα
- Ρέμα
- Ρέμα
- ρέμα
- Ρέμα
- φρέσκος
- αυλάκι
- ρυάκι
- απορροή
- ρυάκι
- Κόλπος
- ράμφος
- Μπιλάμπονγκ
- Μπορν
- καίω
- κανάλι
- Φαράγγι
- διακοπή
- Βράγχια
- Ρέμα
- στρατός
- έλος
- λασπομαζώχτρα
- Ρεύμα
- παραπόταμος
- πλύσιμο
- υδατόδρομος
- Υδάτινη οδός
- Ευκατάστατοι
- Κλάδος
- κανάλι
- συνρρέουσες
- κόβω
- Διακλαδιωτός βραχίονας
- Πρόσωπο με επιρροή
- μυλόρρευμα
- Αύλακος
- αγώνας
- τρέχω
- ρυάκι
Nearest Words of freshet
Definitions and Meaning of freshet in English
freshet (n)
the occurrence of a water flow resulting from sudden rain or melting snow
freshet (a.)
A stream of fresh water.
A flood or overflowing of a stream caused by heavy rains or melted snow; a sudden inundation.
FAQs About the word freshet
πλημμύρα
the occurrence of a water flow resulting from sudden rain or melting snowA stream of fresh water., A flood or overflowing of a stream caused by heavy rains or m
Ρέμα,Ρέμα,ρέμα,Ρέμα,φρέσκος,αυλάκι,ρυάκι,απορροή,ρυάκι,Κόλπος
No antonyms found.
freshes => ανανεώνει, fresher => αρχάριος, freshening => αναζωογονητικός, freshener => αρωματικό χώρου, freshened => δροσερός,