FAQs About the word influentially

επιρροή

exerting influenceIn an influential manner.

αυθεντικός,κυρίαρχος,σημαντικός,πειστικός,κυρίαρχος,εξέχον,δυναμικός,κυρίαρχος,βαρύς,Ελεγχόμενος

ανήμπορος,Αδύναμος,ανίκανος,ανίκανος,ανίσχυρος,ανίκανος

influential person => επιρροή πρόσωπο, influential => επιδραστικός, influent => Πρόσωπο με επιρροή, influencive => επιρροή, influencing => επιδραστικός,