Greek Meaning of attritional
διαβρωτικός
Other Greek words related to διαβρωτικός
Nearest Words of attritional
Definitions and Meaning of attritional in English
attritional (a)
relating to or caused by attrition
FAQs About the word attritional
διαβρωτικός
relating to or caused by attrition
διάβρωση,Διάβρωση,κατανομή,παρακμή,αποσύνθεση,διάλυση,διάλυση,απονομευτικά,Απορρίματα
Συγκέντρωση,αύξηση,κέρδος
attrition rate => Ποσοστό φθοράς, attrition => φθορά, attrited => φθαρμένος, attrite => τριβή, attributively => επιρρηματικά,