Greek Meaning of world-beater

παγκόσμιος πρωταθλητής

Other Greek words related to παγκόσμιος πρωταθλητής

Definitions and Meaning of world-beater in English

Wordnet

world-beater (n)

a competitor who holds a preeminent position

FAQs About the word world-beater

παγκόσμιος πρωταθλητής

a competitor who holds a preeminent position

πρωταθλητής,πρωταθλητής,Σούπερ σταρ,κάτοχος τίτλου,κάτοχος τίτλου,νικητής,νικητής,φιναλίστ,μετάλλιος,μετάλλιο

No antonyms found.

world wide web => Παγκόσμιος Ιστός, world war ii => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, world war i => Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, world war 2 => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, world war 1 => Α' Παγκόσμιος Πόλεμος,