Greek Meaning of world war i
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Other Greek words related to Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of world war i
- world war 2 => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war 1 => Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war => Παγκόσμιος Πόλεμος
- world view => Κοσμοθεωρία
- world traveler => Παγκόσμιος ταξιδιώτης
- world trade organization => Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου
- world trade center => Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου
- world tamil movement => Παγκόσμιο Ταμιλικό Κίνημα
- world tamil association => Παγκόσμια Ένωση Ταμίλ
- world series => Παγκόσμιο Πρωτάθλημα
- world war ii => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
- world wide web => Παγκόσμιος Ιστός
- world-beater => παγκόσμιος πρωταθλητής
- world-class => παγκόσμιας κλάσης
- worldliness => εγκοσμιότητα
- worldling => κοσμικός
- worldly => κοσμικός
- worldly belongings => Κοσμικά αγαθά
- worldly concern => κοσμικό ενδιαφέρον
- worldly good => Κοσμικά αγαθά
Definitions and Meaning of world war i in English
world war i (n)
a war between the allies (Russia, France, British Empire, Italy, United States, Japan, Rumania, Serbia, Belgium, Greece, Portugal, Montenegro) and the Central Powers (Germany, Austria-Hungary, Turkey, Bulgaria) from 1914 to 1918
FAQs About the word world war i
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
a war between the allies (Russia, France, British Empire, Italy, United States, Japan, Rumania, Serbia, Belgium, Greece, Portugal, Montenegro) and the Central P
No synonyms found.
No antonyms found.
world war 2 => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, world war 1 => Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, world war => Παγκόσμιος Πόλεμος, world view => Κοσμοθεωρία, world traveler => Παγκόσμιος ταξιδιώτης,