Greek Meaning of world traveler
Παγκόσμιος ταξιδιώτης
Other Greek words related to Παγκόσμιος ταξιδιώτης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of world traveler
- world trade organization => Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου
- world trade center => Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου
- world tamil movement => Παγκόσμιο Ταμιλικό Κίνημα
- world tamil association => Παγκόσμια Ένωση Ταμίλ
- world series => Παγκόσμιο Πρωτάθλημα
- world record => παγκόσμιο ρεκόρ
- world premiere => παγκόσμια πρεμιέρα
- world power => Παγκόσμια δύναμη
- world organization => παγκόσμιος_οργανισμός
- world organisation => Παγκόσμιος οργανισμός
- world view => Κοσμοθεωρία
- world war => Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war 1 => Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war 2 => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war i => Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war ii => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
- world wide web => Παγκόσμιος Ιστός
- world-beater => παγκόσμιος πρωταθλητής
- world-class => παγκόσμιας κλάσης
- worldliness => εγκοσμιότητα
Definitions and Meaning of world traveler in English
world traveler (n)
someone who travels widely and often
FAQs About the word world traveler
Παγκόσμιος ταξιδιώτης
someone who travels widely and often
No synonyms found.
No antonyms found.
world trade organization => Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, world trade center => Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, world tamil movement => Παγκόσμιο Ταμιλικό Κίνημα, world tamil association => Παγκόσμια Ένωση Ταμίλ, world series => Παγκόσμιο Πρωτάθλημα,