Greek Meaning of civil war
εμφύλιος πόλεμος
Other Greek words related to εμφύλιος πόλεμος
Nearest Words of civil war
- civil union => Σύμφωνο συμβίωσης
- civil time => Πολιτικός χρόνος
- civil suit => αστική αγωγή
- civil service reform => Μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα
- civil service commission => Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης
- civil service => δημόσια διοίκηση
- civil servant => δημόσιος υπάλληλος
- civil rights worker => Εργάτης πολιτικών δικαιωμάτων
- civil rights movement => Κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα
- civil rights leader => Ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων
Definitions and Meaning of civil war in English
civil war (n)
a war between factions in the same country
FAQs About the word civil war
εμφύλιος πόλεμος
a war between factions in the same country
Ψυχρός Πόλεμος,σύγκρουση,Ιερός πόλεμος,Περιορισμένος πόλεμος,αστυνομική δράση,Πόλεμος,Παγκόσμιος Πόλεμος,μάχη,μάχη,εχθροπραξίες
Ήρεμος,Αφοπλισμός,Ειρήνη,ηρεμία,αποστράτευση,γαλήνη,γαλήνη,Εκεχειρία,κατάπαυση του πυρός,αποστρατικοποίηση
civil union => Σύμφωνο συμβίωσης, civil time => Πολιτικός χρόνος, civil suit => αστική αγωγή, civil service reform => Μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, civil service commission => Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης,