Greek Meaning of civil war

εμφύλιος πόλεμος

Other Greek words related to εμφύλιος πόλεμος

Definitions and Meaning of civil war in English

Wordnet

civil war (n)

a war between factions in the same country

FAQs About the word civil war

εμφύλιος πόλεμος

a war between factions in the same country

Ψυχρός Πόλεμος,σύγκρουση,Ιερός πόλεμος,Περιορισμένος πόλεμος,αστυνομική δράση,Πόλεμος,Παγκόσμιος Πόλεμος,μάχη,μάχη,εχθροπραξίες

Ήρεμος,Αφοπλισμός,Ειρήνη,ηρεμία,αποστράτευση,γαλήνη,γαλήνη,Εκεχειρία,κατάπαυση του πυρός,αποστρατικοποίηση

civil union => Σύμφωνο συμβίωσης, civil time => Πολιτικός χρόνος, civil suit => αστική αγωγή, civil service reform => Μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, civil service commission => Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης,