Greek Meaning of civil suit
αστική αγωγή
Other Greek words related to αστική αγωγή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of civil suit
- civil service reform => Μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα
- civil service commission => Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης
- civil service => δημόσια διοίκηση
- civil servant => δημόσιος υπάλληλος
- civil rights worker => Εργάτης πολιτικών δικαιωμάτων
- civil rights movement => Κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα
- civil rights leader => Ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων
- civil rights activist => Ακτιβιστής για τα πολιτικά δικαιώματα
- civil right => Πολιτικά δικαιώματα
- civil order => Αστική τάξη
- civil time => Πολιτικός χρόνος
- civil union => Σύμφωνο συμβίωσης
- civil war => εμφύλιος πόλεμος
- civil wrong => Αδικοπραξία
- civil year => ημερολογιακό έτος
- civilian => Πολίτης
- civilian clothing => Πολιτικά ρούχα
- civilian dress => πολιτικά ρούχα
- civilian garb => Πολιτικά ρούχα
- civilisation => Πολιτισμός
Definitions and Meaning of civil suit in English
civil suit (n)
a lawsuit alleging violations of civil law by the defendant
FAQs About the word civil suit
αστική αγωγή
a lawsuit alleging violations of civil law by the defendant
No synonyms found.
No antonyms found.
civil service reform => Μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, civil service commission => Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, civil service => δημόσια διοίκηση, civil servant => δημόσιος υπάλληλος, civil rights worker => Εργάτης πολιτικών δικαιωμάτων,