Greek Meaning of overextend

υπερεκτείνω

Other Greek words related to υπερεκτείνω

Definitions and Meaning of overextend in English

Wordnet

overextend (v)

strain excessively

FAQs About the word overextend

υπερεκτείνω

strain excessively

διευρύνω,Υπερβαίνω,επεκτείνω,Υπερβαίνω,διευρύνω

περιορίζω,όριο,περιορίζω,μπάρα,μπλοκ,καπέλο,περιγράφω,καλάθι δώρων,εμποδίζω,κρατήστε πατημένο

overexquisite => υπερεξεζητημένος, overexposure => υπερέκθεση, overexpose => Υπερέκθεση, overexploitation => υπερεκμετάλλευση, overexploit => υπερεκμετάλλευση,