FAQs About the word overfill

υπερπλήρωση

fill beyond capacityTo fill to excess; to surcharge.

Φόρτωμα,επιβάρυνση,υπερφόρτιση,υπερφόρτωση,Βάρος,χρέωση,πράγματα,Βαρύνω,φορτίο,φορτωμένος

ανοίγω,εκφόρτωση,ελαφρύνω

overfierce => πολύ άγριος, overfeeding => Υπερσίτιση, overfeed => υπερταΐζω, overfed => Υπερταϊσμένος, overfatigue => Υπερβολική κόπωση,