FAQs About the word disobliger

δυσαρεστώ

One who disobliges.

No synonyms found.

No antonyms found.

disobligement => Αγενεια, disobliged => υποχρεωμένος, disoblige => προσβάλω, disobligatory => μη δεσμευτικός, disobligation => απαλλαγή από υποχρέωση,