FAQs About the word disnatured

αποφυσικοποιημένος

Deprived or destitute of natural feelings; unnatural.

No synonyms found.

No antonyms found.

dismounting => Αποβίβαση, dismounted => αποβάς, dismount => αποβιβάζομαι, dismortgaging => εξόφληση δανείου, dismortgage => Απαλλαγή από υποθήκη,