Greek Meaning of dismissive

απορριπτικός

Other Greek words related to απορριπτικός

Definitions and Meaning of dismissive in English

Wordnet

dismissive (s)

showing indifference or disregard

stopping to associate with

Webster

dismissive (a.)

Giving dismission.

FAQs About the word dismissive

απορριπτικός

showing indifference or disregard, stopping to associate withGiving dismission.

φωτιά,Απελευθέρωση,αφαιρώ,συνταξιοδοτούμαι,Σακί,τσεκούρι,τσεκούρι,αναπήδηση,μπορώ,εκφόρτιση

προσλαμβάνω,Συμπλέκομαι,προσλαμβάνω,κρατάω,διατηρώ,Εγγραφή (πάνω ή εμπρός),αναλαμβάνω,Σύμβαση,στρατολογώ,Επαναπρόσληψη

dismission => απόλυση, dismissing => απορρίπτω, dismissible => απολύσιμος, dismissed => απολυμένος, dismissal => απόλυση,