Greek Meaning of obsess

εμμονή

Other Greek words related to εμμονή

Definitions and Meaning of obsess in English

Wordnet

obsess (v)

haunt like a ghost; pursue

be preoccupied with something

Webster

obsess (v. t.)

To besiege; to beset.

FAQs About the word obsess

εμμονή

haunt like a ghost; pursue, be preoccupied with somethingTo besiege; to beset.

ελκω,γοητεύω,Ενδιαφέρον,ίντριγκα,γοητεία,ξεγελώ,γοητεύω,απασχολημένος,μαγεύω,γοητεία

βαρετός,πέπλος,κουρασμένος,ελαστικό,νεφρίτης

observingly => παρατηρητικά, observing => παρατηρώντας, observership => παρατηρητής, observer's meridian => Μεσημβρινός του παρατηρητή, observer => παρατηρητής,