Greek Meaning of obsess
εμμονή
Other Greek words related to εμμονή
Nearest Words of obsess
- observingly => παρατηρητικά
- observing => παρατηρώντας
- observership => παρατηρητής
- observer's meridian => Μεσημβρινός του παρατηρητή
- observer => παρατηρητής
- observed fire => Παρατηρούμενη πυρκαγιά
- observed => Παρατηρήθηκε
- observe => παρατηρώ
- observatory => παρατηρητήριο
- observatories => αστεροσκοπεία
- obsessed => εμμονικός
- obsession => εμμονή
- obsessional => ιδεοληπτικός
- obsessionally => έμμονα
- obsessive => καταναγκαστικός
- obsessive-compulsive => ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- obsessive-compulsive disorder => ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- obsessive-compulsive personality => Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας
- obsessively => εμμονικά
- obsessiveness => εμμονή
Definitions and Meaning of obsess in English
obsess (v)
haunt like a ghost; pursue
be preoccupied with something
obsess (v. t.)
To besiege; to beset.
FAQs About the word obsess
εμμονή
haunt like a ghost; pursue, be preoccupied with somethingTo besiege; to beset.
ελκω,γοητεύω,Ενδιαφέρον,ίντριγκα,γοητεία,ξεγελώ,γοητεύω,απασχολημένος,μαγεύω,γοητεία
βαρετός,πέπλος,κουρασμένος,ελαστικό,νεφρίτης
observingly => παρατηρητικά, observing => παρατηρώντας, observership => παρατηρητής, observer's meridian => Μεσημβρινός του παρατηρητή, observer => παρατηρητής,