Greek Meaning of inculcator

εμφορητής

Other Greek words related to εμφορητής

Definitions and Meaning of inculcator in English

Webster

inculcator (n.)

One who inculcates.

FAQs About the word inculcator

εμφορητής

One who inculcates.

προπονητής,κοσμήτορας,γιατρός,δον,Εκπαιδευτής,οδηγός,Μέντορας,καθηγητής,καθηγητής,Βασιλικός καθηγητής

No antonyms found.

inculcation => εμβολιασμός, inculcating => εμφορούντας, inculcated => εμπεδωμένο, inculcate => εμπεδώνω, incubuses => Ίνκουμπους,