FAQs About the word revenger

εκδικητής

One who revenges.

εκδικητής,τιμωρός,Ο τιμωρός,αυτόφωρος,τιμωρητής,νέμεσις,Διόρθωση,μάστιγα,Δικαιότερο

λυτρωτής,απαγωγέας

revengement => εκδίκηση, revengeless => ουσιαστικά απαλλαγμένο από την εκδίκηση, revengefully => εκδικητικά, revengeful => εκδικητικός, revenged => εκδικημένος,