Greek Meaning of redresser
Διόρθωση
Other Greek words related to Διόρθωση
Nearest Words of redresser
Definitions and Meaning of redresser in English
redresser (n.)
One who redresses.
FAQs About the word redresser
Διόρθωση
One who redresses.
εκδικητής,Δικαιότερο,εκδικητής,τιμωρός,Ο τιμωρός,αυτόφωρος,τιμωρητής,νέμεσις,ανταμείβων,μάστιγα
λυτρωτής,απαγωγέας
redressal => αποκατάσταση, redress => Αποκατάσταση, redrawn => Επανασχεδιασμένο, redrawing => Επανασχεδιασμός, redraw => επανασχεδιάζω,