FAQs About the word redresser

Διόρθωση

One who redresses.

εκδικητής,Δικαιότερο,εκδικητής,τιμωρός,Ο τιμωρός,αυτόφωρος,τιμωρητής,νέμεσις,ανταμείβων,μάστιγα

λυτρωτής,απαγωγέας

redressal => αποκατάσταση, redress => Αποκατάσταση, redrawn => Επανασχεδιασμένο, redrawing => Επανασχεδιασμός, redraw => επανασχεδιάζω,