FAQs About the word chastiser

τιμωρός

One who chastises; a punisher; a corrector.

εκδικητής,νέμεσις,Ο τιμωρός,αυτόφωρος,τιμωρητής,εκδικητής,μάστιγα,Διόρθωση,Δικαιότερο

λυτρωτής,απαγωγέας

chastisement => τιμωρία, chastised => τιμωρηθείς, chastise => τιμωρείν, chastisable => κολάσιμος, chastening => τιμωρία,