Greek Meaning of pervasively
διεισδυτικός
Other Greek words related to διεισδυτικός
Nearest Words of pervasively
- pervasive => διάχυτος
- pervaporation => διαπύρωση
- pervaporate => εξατμίζω
- pervading => διεισδυτικός
- pervaded => διαποτισμένος
- pervade => διαπερνώ
- peruvian monetary unit => Νομισματική μονάδα του Περού
- peruvian mastic tree => Περούβιο μαστιχόδενδρο
- peruvian lily => λείριο του Περού
- peruvian current => Ρεύμα του Περού
Definitions and Meaning of pervasively in English
pervasively (r)
in a pervasive manner
FAQs About the word pervasively
διεισδυτικός
in a pervasive manner
γνώριμος,γενικός,επικρατούσας,διαδεδομένος,ευρέως διαδεδομένος,κοινός,Σύγχρονο,τρέχων,κυρίαρχος,Πλειοψηφία
διακριτικός,άτομο,περίεργος,σπάνιος,ιδιαίτερος,περίεργο,μοναδικός,Άγνωστος,ασυνήθιστο,Ιδιοσυγκρασιακός
pervasive => διάχυτος, pervaporation => διαπύρωση, pervaporate => εξατμίζω, pervading => διεισδυτικός, pervaded => διαποτισμένος,