Greek Meaning of pervasively

διεισδυτικός

Other Greek words related to διεισδυτικός

Definitions and Meaning of pervasively in English

Wordnet

pervasively (r)

in a pervasive manner

FAQs About the word pervasively

διεισδυτικός

in a pervasive manner

γνώριμος,γενικός,επικρατούσας,διαδεδομένος,ευρέως διαδεδομένος,κοινός,Σύγχρονο,τρέχων,κυρίαρχος,Πλειοψηφία

διακριτικός,άτομο,περίεργος,σπάνιος,ιδιαίτερος,περίεργο,μοναδικός,Άγνωστος,ασυνήθιστο,Ιδιοσυγκρασιακός

pervasive => διάχυτος, pervaporation => διαπύρωση, pervaporate => εξατμίζω, pervading => διεισδυτικός, pervaded => διαποτισμένος,