FAQs About the word indulger

ηδονιστής

One who indulges.

ηλιοθεραπεία,ικανοποιώ,ευχαρίστηση,ικανοποιώ,χιούμορ,παρακαλω,γλεντάω,ικανοποιώ,χαλάω,χαϊδεύω

έλεγχος,περιορίζω,Πεζοδρόμιο,αναστέλλω,Αναχαιτίζω,πνίγω,χαλινάρι

indulgently => επιεικώς, indulgential => επιεικής, indulgent => επιεικής, indulgency => επιείκεια, indulgence => επιείκεια,