Greek Meaning of indulger
ηδονιστής
Other Greek words related to ηδονιστής
Nearest Words of indulger
Definitions and Meaning of indulger in English
indulger (n.)
One who indulges.
FAQs About the word indulger
ηδονιστής
One who indulges.
ηλιοθεραπεία,ικανοποιώ,ευχαρίστηση,ικανοποιώ,χιούμορ,παρακαλω,γλεντάω,ικανοποιώ,χαλάω,χαϊδεύω
έλεγχος,περιορίζω,Πεζοδρόμιο,αναστέλλω,Αναχαιτίζω,πνίγω,χαλινάρι
indulgently => επιεικώς, indulgential => επιεικής, indulgent => επιεικής, indulgency => επιείκεια, indulgence => επιείκεια,