Greek Meaning of deviled

διαβολικός

Other Greek words related to διαβολικός

Definitions and Meaning of deviled in English

Webster

deviled (imp. & p. p.)

of Devil

FAQs About the word deviled

διαβολικός

of Devil

επιβαρυντική,ενοχλημένος,τριμμένο,επίμονος,πίεση,εκνευρισμένος,ανήσυχος,γδαρμένος,ροκανισμένος,τριμμένο

ξέχασα,Αριστερά,υποχρεωμένος,προσβάλλω,παρηγορημένος,ικανοποιημένος,Χαρούμενος,αφοπλισμένος,ευγνώμων,κατευνασμένος

devil-diver => Δύτης, devil worshiper => λατρευτής του διαβόλου, devil tree => Δέντρο του διαβόλου, devil ray => μάντα, devil nettle => τσουκνίδα,