Greek Meaning of dunned

πίεση

Other Greek words related to πίεση

Definitions and Meaning of dunned in English

Webster

dunned (imp. & p. p.)

of Dun

FAQs About the word dunned

πίεση

of Dun

επιβαρυντική,ενοχλημένος,πολιορκημένος,τριμμένο,επίμονος,εκνευρισμένος,ανήσυχος,γδαρμένος,ροκανισμένος,πήρα

ξέχασα,Αριστερά,υποχρεωμένος,προσβάλλω,Χαρούμενος,αφοπλισμένος,ευγνώμων,κατευνασμένος,κατευνασμένος,χαρούμενος

dunnage => παστωτήρας, dunlin => Κορυδαλού, dunkirk => Ντουνκέρκη, dunkers => Ντάνκερς, dunkerque => Δουνκέρκη,