Greek Meaning of dunted
λακκούβα
Other Greek words related to λακκούβα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of dunted
- dunter => Ντάντερ
- duo => ντουέτο
- duodecahedral => δωδεκαεδρικός
- duodecahedron => Δωδεκάεδρο
- duodecennial => δωδεκαετής
- duodecimal => δωδεκαδικός
- duodecimal digit => Δωδεκαδικό ψηφίο
- duodecimal notation => Δωδεκαδικό σύστημα αρίθμησης
- duodecimal number system => Δωδεκαδικό σύστημα αρίθμησης
- duodecimal system => δωδεκαδικό σύστημα
Definitions and Meaning of dunted in English
dunted (a.)
Beaten; hence, blunted.
FAQs About the word dunted
λακκούβα
Beaten; hence, blunted.
No synonyms found.
No antonyms found.
dunt => χτύπημα, duns scotus => Ιωάννης Δουνς Σκώτος, dunny => τουαλέτα, dunnock => Γαρδενότσιχλα, dunnish => δανίς,