Greek Meaning of cut in (on)

διακόπτω

Other Greek words related to διακόπτω

Definitions and Meaning of cut in (on) in English

cut in (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word cut in (on)

διακόπτω

αναταράζω,οργή,εχθρεύω,καταπατώ,(παραβιάζω),παρεμβαίνει,Διαταράσσω,παράβαση,βασανίζω,επιδεινώνω

αδιαφορία,ξεχάσω,αφήνω,παρακαλω,ελαφρύ,κατευνάζω,συμφιλιώνω,ευχαρίστηση,αποπλίζω,ικανοποιώ

cut ice => κόβω πάγο, cut capers => Κάνω κωλοτούμπες, cut a deal => κλείνω μια συμφωνία, cut (out) => κόβω, cut (off) => Κόβω,