Greek Meaning of cut in (on)
διακόπτω
Other Greek words related to διακόπτω
- αναταράζω
- οργή
- εχθρεύω
- καταπατώ
- (παραβιάζω)
- παρεμβαίνει
- Διαταράσσω
- παράβαση
- βασανίζω
- επιδεινώνω
- ενοχλώ
- περικυκλωμένος
- διάβολος
- δυσφορία
- σκύλος
- εξοργίζει
- Παρακώλυση
- Λιβάνι
- φλεγμόνω
- εξοργίζω
- Μάντεν
- Εξοργισμός
- πανούκλα
- προκαλώ
- σβήνω
- ανησυχία
- Αναφλέγω
- Εισβάλλω (σε)
- βασανίζω
- πολιορκώ
- πολιορκώ
- ενοχλώ
- Σφάλμα
- τρίβω
- ενοχλώ
- δουν
- ερεθίζω
- τάστα
- χολή
- πάρει
- ροκανίζω
- Σχάρα
- φασαρία
- Ενόχληση
- ερεθίζω
- ερεθίζω
- τσουκνίδα
- εκνευρισμός
- διώκω
- ενοχλώ
- εκνευρίζω
- ερεθίζω
- τρίφτης
- εξοργίζω
- ανακατεύω
- μαρτύριο
- πρόβλημα
- ενοχλώ
Nearest Words of cut in (on)
Definitions and Meaning of cut in (on) in English
cut in (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word cut in (on)
διακόπτω
αναταράζω,οργή,εχθρεύω,καταπατώ,(παραβιάζω),παρεμβαίνει,Διαταράσσω,παράβαση,βασανίζω,επιδεινώνω
αδιαφορία,ξεχάσω,αφήνω,παρακαλω,ελαφρύ,κατευνάζω,συμφιλιώνω,ευχαρίστηση,αποπλίζω,ικανοποιώ
cut ice => κόβω πάγο, cut capers => Κάνω κωλοτούμπες, cut a deal => κλείνω μια συμφωνία, cut (out) => κόβω, cut (off) => Κόβω,