Greek Meaning of browbeat
εκφοβίζω
Other Greek words related to εκφοβίζω
- εκφοβιστής
- εκφοβίζω
- ασβός
- μπουλντόζα
- Αναγκάζω
- αγελάδα
- φοβίζω
- Παρακώλυση
- Έκτορας
- Φοβίζω
- ξαφνιάζω
- δυνατός
- ενοχλώ
- Φοβίζω
- συναγερμός
- μπλακτζακ
- ρόπαλο
- φαμφαρωνιά
- Μπόγκαρτ
- εκφοβίζω
- αναγκάζω
- περιορίζω
- απογοήτευω
- αμηχανία
- δυσφορία
- ενοχλώ
- Δραγώνος
- δύναμη
- τρομοκρατώ
- κυνηγόσκυλο
- απειλή
- υποχρεώνω
- Διαταράσσω
- Τύπος
- πίεση
- σπρώχνω γύρω γύρω
- σοκ
- φάντασμα
- Τρομάζω
- ανησυχώ
- αναστατωμένος
- Μπαρουφολογία
Nearest Words of browbeat
Definitions and Meaning of browbeat in English
browbeat (v)
be bossy towards
discourage or frighten with threats or a domineering manner; intimidate
browbeat (imp.)
of Browbeat
browbeat (v. t.)
To depress or bear down with haughty, stern looks, or with arrogant speech and dogmatic assertions; to abash or disconcert by impudent or abusive words or looks; to bully; as, to browbeat witnesses.
FAQs About the word browbeat
εκφοβίζω
be bossy towards, discourage or frighten with threats or a domineering manner; intimidateof Browbeat, To depress or bear down with haughty, stern looks, or with
εκφοβιστής,εκφοβίζω,ασβός,μπουλντόζα,Αναγκάζω,αγελάδα,φοβίζω,Παρακώλυση,Έκτορας,Φοβίζω
ζητωκραυγές,Άνεση,Κονσόλα,πείθω,ενθαρρύνω,πείθω,καθησυχάζω,,Χάλυβας,παρηγοριά
browallia => Μπροβάλλια, brow ptosis => Πτώση φρυδιών, brow => φρύδι, broussonetia papyrifera => Βρουσσονέτια η χαρτώδης, broussonetia => Βρουςονέτια (Broussonétia),