FAQs About the word urger

επείγων

One who urges.

ενθαρρύνω,πείθω,αυγό (σε),προτρέπω,παρακινώ,σπρώξιμο,σπρώχνω,προτροπή,σπρώχνω,σπιρούνι

έλεγχος,αποτρέπω,αποθαρρύνω,Φρένο,Πεζοδρόμιο,Αποτρέπω,αναστέλλω,Αναχαιτίζω,περιορίζω,απέχω

urgently => επειγόντως, urgent => επείγον, urgency => επείγον, urgence => επείγον, urged => πρότρεψε,