Greek Meaning of urger
επείγων
Other Greek words related to επείγων
Nearest Words of urger
Definitions and Meaning of urger in English
urger (n.)
One who urges.
FAQs About the word urger
επείγων
One who urges.
ενθαρρύνω,πείθω,αυγό (σε),προτρέπω,παρακινώ,σπρώξιμο,σπρώχνω,προτροπή,σπρώχνω,σπιρούνι
έλεγχος,αποτρέπω,αποθαρρύνω,Φρένο,Πεζοδρόμιο,Αποτρέπω,αναστέλλω,Αναχαιτίζω,περιορίζω,απέχω
urgently => επειγόντως, urgent => επείγον, urgency => επείγον, urgence => επείγον, urged => πρότρεψε,