FAQs About the word staving off

αποκρούω

to fend off, to force or keep away, to ward off (something adverse)

υπεράσπιση,απωθητικό,απωθητική,αντιστάμενο,στρέφοντας την πλάτη,επιστροφή,εκκλίνων,μάχη,Αναστολή,αντίθετος

Αγκαλιάζει,φιλόξενος,χαλάζι

staves => ραβδιά, staved off => αποκρούστηκε, staunching => Αιμόσταση, staunches => Σταθεροποιεί, staunched => σταμάτησε,