Greek Meaning of repulsing

απωθητική

Other Greek words related to απωθητική

Definitions and Meaning of repulsing in English

Webster

repulsing (p. pr. & vb. n.)

of Repulse

FAQs About the word repulsing

απωθητική

of Repulse

φρικτός,απωθητικό,αποκρουστικός,δυσάρεστος,οδυνηρός,τρομακτικός,προσβλητικός,ναυτία,Εξοργιστικό,αποκρουστικός

γοητευτικός,ελκυστικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,γοητευτικός,αποπλιστικός,σχεδίαση,μαγευτικός,δελεαστικός,συναρπαστικός

repulser => απωθητικός, repulseless => αποκρουστικός, repulsed => απωθημένος, repulse => απωθώ, repullulation => επανέρχομαι,