Greek Meaning of causeless
αδικαιολόγητος
Other Greek words related to αδικαιολόγητος
- φέρνω
- Δημιουργήσετε
- κάνω
- παράγω
- προκαλώ
- Παραγωγή
- προτροπή
- γεννάω.
- δουλειά
- απόδοση
- γεννάω
- φυλή
- Επιφέρω
- καταλύω
- αποτέλεσμα
- Εφαρμόζω
- ενθαρρύνω
- προκαλώ
- βρέθηκε
- εισάγω
- επικαλούμαι
- φτιάχνω
- περίσταση
- προωθώ
- σχεδιάζω
- προκαλώ
- αποτέλεσμα (σε)
- Μετάφραση (σε)
- πρόοδος
- αρχίσετε
- φέρνω
- Φέρετε
- καλλιεργώ
- αποφασίζω
- καθορίζω
- Αναπτύσσω
- ψηφίζω
- καθιερώστε
- πατέρας
- μπροστά
- αναθρέφω
- εφεξής
- εγκαινιάζω
- αρχίζω
- Ινστιτούτο
- Εκτόξευση
- θρέφω
- πρωτοπόρος
- Αποδίδω
- σετ
- εγκαθίστατε
- αρχή
- αποδεικνύεται
- οδηγεί σε
- συνεισφέρω (σε)
Nearest Words of causeless
Definitions and Meaning of causeless in English
causeless (s)
having no justifying cause or reason
having no cause or apparent cause
causeless (a.)
1. Self-originating; uncreated.
Without just or sufficient reason; groundless.
causeless (adv.)
Without cause or reason.
FAQs About the word causeless
αδικαιολόγητος
having no justifying cause or reason, having no cause or apparent cause1. Self-originating; uncreated., Without just or sufficient reason; groundless., Without
φέρνω,Δημιουργήσετε,κάνω,παράγω,προκαλώ,Παραγωγή,προτροπή,γεννάω.,δουλειά,απόδοση
έλεγχος,μεζούρα,υγραίνω,εμποδίζω,όριο,ακυρώσω,σβήνω,περιορίζω,πνίγω,καταπιέζω
causeful => επειδή, caused => προκαλείται, cause to sleep => κοιμίζω, cause to be perceived => Προκαλώ σε αντίληψη, cause of death => αιτία θανάτου,