Greek Meaning of grammatical construction
Γραμματική κατασκευή
Other Greek words related to Γραμματική κατασκευή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of grammatical construction
- grammatical constituent => Γραμματικό συστατικό
- grammatical category => Γραμματική κατηγορία
- grammatical case => γραμματική πτώση
- grammatical => γραμματικός
- grammatic => γραμματικός
- grammates => γραμματική
- grammarless => γραμματική
- grammarianism => γραμματισμός
- grammarian => Γραμματικός
- grammar school => Γραμματική σχολή
- grammatical gender => Γραμματικό γένος
- grammatical meaning => Γραμματική σημασία
- grammatical relation => Γραμματική σχέση
- grammatical rule => γραμματικός κανόνας
- grammatically => γραμματικά
- grammaticaster => Γραμματικός
- grammatication => γραμματική
- grammaticism => γραμματική
- grammaticize => γραμματικοποίηση
- grammaticized => γραμματικοποιημένος
Definitions and Meaning of grammatical construction in English
grammatical construction (n)
a group of words that form a constituent of a sentence and are considered as a single unit
FAQs About the word grammatical construction
Γραμματική κατασκευή
a group of words that form a constituent of a sentence and are considered as a single unit
No synonyms found.
No antonyms found.
grammatical constituent => Γραμματικό συστατικό, grammatical category => Γραμματική κατηγορία, grammatical case => γραμματική πτώση, grammatical => γραμματικός, grammatic => γραμματικός,