Greek Meaning of literary
λογοτεχνικός
Other Greek words related to λογοτεχνικός
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- ο βιβλιολάτρης
- Ευρυμαθής
- διανοούμενος
- μαθημένος
- σχολικός
- λογοτεχνικός
- μορφωμένος
- επίσημος
- διανοουμενίστικος
- εκπαιδευμένος
- λογοτεχνικός
- βομβαρδιστικός
- απαγγελτικός
- καθηγητικός
- Υψηλός
- εύγλωττος
- ανθηρός
- ανθισμένος
- μεγαλοστομία
- υψηλοπετών
- υψηλοπετών
- Διανοουμενίστικος
- μελανοδοχείο
- υπέροχος
- επιβλητικός
- πεダンτικός
- πομπώδης
- μεγαλοπρεπής
- Τεχνητός
- επιβλητικός
Nearest Words of literary
- literary agent => Λογοτεχνικός πράκτορας
- literary argument => Λογοτεχνικό επιχείρημα
- literary composition => λογοτεχνική σύνθεση
- literary critic => λογοτεχνικός κριτικός
- literary criticism => Λογοτεχνικός κριτικός
- literary genre => Λογοτεχνικό είδος
- literary hack => Λογοτεχνικός μπάσταρδος
- literary pirate => λογοτεχνικός πειρατής
- literary review => Ανασκόπηση βιβλιογραφίας
- literary study => λογοτεχνική μελέτη
Definitions and Meaning of literary in English
literary (a)
of or relating to or characteristic of literature
literary (s)
knowledgeable about literature
appropriate to literature rather than everyday speech or writing
literary (a.)
Of or pertaining to letters or literature; pertaining to learning or learned men; as, literary fame; a literary history; literary conversation.
Versed in, or acquainted with, literature; occupied with literature as a profession; connected with literature or with men of letters; as, a literary man.
FAQs About the word literary
λογοτεχνικός
of or relating to or characteristic of literature, knowledgeable about literature, appropriate to literature rather than everyday speech or writingOf or pertain
ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,ο βιβλιολάτρης,Ευρυμαθής,διανοούμενος,μαθημένος,σχολικός,λογοτεχνικός,μορφωμένος,επίσημος
καθομιλουμένη γλώσσα,συνομιλίας,γνώριμος,ανεπίσημος,μη λογοτεχνικός,κουβεντιάζω,αργκό,ακαλλιέργητος,αναλφάβητος
literalty => κυριολεκτικά, literalness => κυριολεκτικότητα, literally => κυριολεκτικά, literalizing => κυριολεκτικός, literalizer => κυριολεκτικός,